- ολομερως
- ὁλομερῶςὁλο-μερῶςполностью, целиком Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ολομερώς — (Α ὁλομερῶς) επίρρ. βλ. ολομερής … Dictionary of Greek
ὁλομερῶς — ὁλομερής in entire parts adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολομερής — ές (Α ὁλομερής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος αρχ. αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. επίρρ... ολομερώς (Α ὁλομερῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ.… … Dictionary of Greek